αναφαίρετος

αναφαίρετος
-η, -ο
εκείνος τον οποίο δεν μπορεί να αφαιρέσει κανείς, αναπόσπαστος: Τα δημοκρατικά καθεστώτα αναγνωρίζουν στους πολίτες ορισμένα αναφαίρετα δικαιώματα.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • ἀναφαίρετος — not to be taken away masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αναφαίρετος — η, ο (AM ἀναφαίρετος, ον) εκείνος που δεν έχει αφαιρεθεί ή δεν είναι δυνατόν να αφαιρεθεί, αυτός που ανήκει αποκλειστικά σε κάποιον (π.χ. αναφαίρετο δικαίωμα) …   Dictionary of Greek

  • ἀναφαιρέτως — ἀναφαίρετος not to be taken away adverbial ἀναφαίρετος not to be taken away masc/fem acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀναφαίρετον — ἀναφαίρετος not to be taken away masc/fem acc sg ἀναφαίρετος not to be taken away neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀναφαιρέτου — ἀναφαίρετος not to be taken away masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀναφαιρέτους — ἀναφαίρετος not to be taken away masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀναφαιρέτων — ἀναφαίρετος not to be taken away masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀναφαιρέτῳ — ἀναφαίρετος not to be taken away masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀναφαίρετα — ἀναφαίρετος not to be taken away neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀναφαίρετοι — ἀναφαίρετος not to be taken away masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”